Πρωτομαγιά στο αμπέλι

1 05 2010

Η μπουγάτσα της Πρωτομαγιάς

«Στα μέρη μας Πρωτομαγιά δεν γίνεται χωρίς μπουγάτσα «, μου είπε η φίλη μου όταν τη ρώτησα «τι είναι αυτό». Αυτό,  λοιπόν, είναι ένα εξαιρετικό, γλυκό ψωμί με πετιμέζι αρωματισμένο με μπαχαρικά (τη συνταγή θα σας την πω μόλις την πάρω από τη μάνα της – είπα, μέρα γιορτή να μην κάθομαι να γράφω αλλά να γιορτάσω μαζί με τους υπόλοιπους στη φύση) που στην Πελοπόννησο το λένε μπουγάτσα και δεν έχει καμμιά σχέση με την άλλη που ξέρουμε όλοι (;)με το φύλλο και την κρέμα (γλυκειά ή αλμυρή).

Μαγιάτικο στεφάνι

Οι προετοιμασίες στο κτήμα των φίλων μου στο Μαλανδρένι είχανε αρχίσει από την προηγούμενη μέρα. Οι καλεσμένοι (καμμιά ογδονταριά Ελληνες οι περισσότεροι, μα εντόπισα ανάμεσά μας και Γάλλους και Γερμανούς και Αμερικανούς εγκατεστημένους εδώ και χρόνια στην περιοχή)  ήρθανε στο αμπέλι ανήμερα, καταφθάνε με τα δώρα τους σιγά σιγά – από νωρίς το πρωί μέχρι και την ώρα του φαγητού.  Κι ενώ τα παιδάκια παίζανε, τα κορίτσια μαζεύανε λουλούδια και φιάχνανε στεφάνια, οι γυναίκες κόβανε τις σαλάτες και στρώνανε τα τραπέζια και οι άντρες ετοιμάζανε το φαγητό.  Από νωρίς στήθηκε το καζάνι για τό βραστό (γίδα), το κοντοσούβλι (χοιρινό) μπήκε στα κάρβουνα, άλλοι ξαφρίζανε με τη σειρά το ζουμί και άλλοι κάνανε βόλτες (για …εισπνοές) γύρω από τη σούβλα.

Ή γίδα βράζει και το κοντοσούβλι ψήνεται

Ηρθανε και τα όργανα.  Να το νταούλι να και το κλαρίνο. Χρόνια είχα να τα ακούσω -από παιδί- τα δύο μαζί  και ο ήχος τους  με συγκίνησε πάρα πολύ. Μόνο το σαντούρι έλειπε και ο ευγενικός του ήχος (όσοι ξέρουν και θυμούνται τα Μεγαλοχωρίτικα πανηγύρια θα καταλάβουν τι εννοώ).

Αρχίσανε τα όργανα

Ο οικοδεσπότης μας  είχε  ανοίξει (μόλις την προηγούμενη μέρα και με τα χέρια του, παρακαλώ) ένα μονοπάτι στην άκρη του κτήματος μέσα στα άγρια. Πήγαμε όλοι μαζί να δούμε το μέρος που θα βάλει τα μελίσσια του.  Μπροστά πήγαινε ο κόσμος τραγουδώντας (βιολογικοί καλλιεργητές, έμποροι και καταναλωτές οργανικών προϊόντων οι περισσότεροι) και πίσω τα όργανα να κρατάνε το ρυθμό.

Γυρνώντας από το "μονοπάτι του μελιού"

Κι αφού βαφτίστηκε το κανούργιο μονοπάτι με γέλια και τραγούδια (να σας αποκαλύψω εδώ ότι υπήρξε μια διαφωνία ως προς το όνομα. Αναρωτιόντουσαν, να το βγάλουν «μονοπάτι του μελιού» αφού οδηγεί στο σημείο που θα εγκατασταθούν τα μελίσσια ή «μονοπάτι των μουρλών»; Αφού μόνο «μουρλός» μπορείς να είσαι για να κάνεις  αυτή τη δουλειά σήμερα. Ή μήπως ο «μουρλός» που σκύβει με σεβασμό μπροστά στη φύση, νιώθει κομμάτι της και δεν την βιάζει ούτε παραβιάζει τον κύκλο της ζωής είναι μάλλον ο «γνωστικός»; Θα δείξει…) γυρίσαμε και στρωθήκαμε στο φαγητό.

Βγήκανε οι πρώτοι μεζέδες από το καζάνι με τη γίδα, αρτήθηκαν με αλάτι χοντρό, ρίγανη και φρεσκοτριμένο πιπέρι, κόπηκαν και κομμάτια από τη σούβλα με το χοιρινό.

Το φαγοπότι άρχισε. Ηρθανε σε λίγο από το φούρνο και τα ταψιά με τη γουρουνοπούλα (αναρωτιέμαι, γίνεται άραγε γλέντι κάτω από τ’ αυλάκι χωρίς πέτσα χοιρινή;  Αν ξέρει κανείς ας μου το πει). Το θέαμα δεν είναι του γούστου μου (είτε μπρούμητα είτε πλαγιαστή στο ταψί  η ψημένη γουρνοπούλα με ανατριχιάζει), ούτε μου επιτρέπεται πλέον (για λόγους υγείας) να  γεύομαι το κρέας της, από τους αναστεναγμούς όμως των υπόλοιπων καλεσμένων κατάλαβα ότι είχε ψηθεί εξαιρετικά. (Κρίνετε μόνοι σας)

Ενα μπούτι μα τι μπούτι

Και αφού φάγαμε και ήπιαμε (τσίπουρα και κρασί βιολογικό) αρχίσανε -πάλι- τα όργανα, ξεκίνησε και ο χορός.

Ενας αητός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε

Δεν έμεινα μέχρι το βράδυ. Το απόγευμα και πριν βγούνε τα γλυκά (ήρθανε μπόλικα, παραδοσιακά και μη) έφυγα από το πανηγύρι. Είμαι άνθρωπος της πόλης (και ακόμα «χειρότερα» της ενημέρωσης και λέω χειρότερα γιατί η τόσο μεγάλη «κατανάλωση» που συμβαίνει και στο πεδίο της ενημέρωσης, κατά τη γνώμη μου δεν ωφελεί, αναρωτιέμαι κιόλας είναι αυτό που ακούμε και βλέπουμε ενημέρωση ή μήπως έχουμε ξεφύγει τελείως;), ήθελα να μάθω τα νέα και τις εξελίξεις μα εκεί πάνω στο βουνό δεν υπήρχε ούτε ραδιόφωνο ούτε τηλεόραση. Όλοι ξέρανε τι τρέχει αλλά κανένας  δεν ήθελε να συζητήσει για πολύ ούτε να χαλάσει αυτή τη μοναδική ιεροτελεστία της άνοιξης. Μήπως είχανε δίκιο; Λίγες μόνο κουβέντες γινόντουσαν από δω κι από κει -ψιθυριστά και σε μικρές παρέες των δύο ή των τριών- και άκουσα -σοφά πράγματα δε λέω- που μ’ευχαριστήσανε  σχετικά με τον τρόπο που οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζουν την σημερινή κατάστασή μας και το χάλι μας.

Ευχήθηκα με την καρδιά μου του χρόνου νάμαστε καλά να γιορτάσουμε και πάλι την Πρωτομαγιά στο αμπέλι, να στρώσουμε τα τραπέζια κάτω από τις ελιές, να τραγουδήσουμε  και να χορέψουμε.   

«Φεύγεις πάνω στο καλύτερο», μου είπε η οικοδέσποινα, «ένα διάλλειμα κάναμε, τώρα αρχίζει το γλέντι». Εκείνη την ώρα, ένας φίλος της οικογένειας -Κρητικός- άρχισε να φιάχνει γαμοπίλαφο με το ζουμί της αίγας (η γίδα που λέγαμε ότι έβραζε στο καζάνι). Είχε φέρει μαζί του κι ένα σφαχτό -κατσίκι- που του είχε στείλει ο γιος του -κτηνοτρόφος- από την Κρήτη και ετοιμαζόταν να το κάνει αντικριστό. Θα τρώγανε και θα πίνανε μέχρι αργά το βράδυ, η μέρα ήταν καταπληκτική και η νύχτα ακόμα καλύτερη για γλέντια, έκανε ζέστη είχε και φεγγάρι που θα φώτιζε από ψηλά τον Αργολικό κάμπο. Εφυγα συγκινημένη. Αυτό το -απρόβλεπτο για μένα- πανηγύρι ήταν σα να με είχε διακτινίσει δεκαετίες πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Είμαστε φτωχοί τότε (σε σχέση με τα αγαθά που έχουμε σήμερα) αλλά θυμάμαι την -ευρύτερη- οικογένειά μου να οργανώνει τέτοια γλέντια στην εξοχή.

Καλό μήνα, και του χρόνου, παιδιά.