Μεγάλο Χωριό – Τα μαγειρέματα του χωριού μας

9 08 2010

Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας, Ιστορικό & Λαογραφικό Μουσείο

Την Κυριακή 8 Αυγούστου 2008, χθες το πρωί, δηλαδή, έγιναν στο Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας τα εγκαίνια του ανακαινισμένου μουσείου μας. Λαογραφικό μέχρι πρότινος, είναι πλέον ιστορικό και λαογραφικό μουσείο, για το οποίο είμαστε όλοι υπερήφανοι.  Για το μουσείο αυτό βέβαια θα επανέλθω και θα σας το παρουσιάσω μόλις έχω καινούργιες φωτογραφίες.

Το κείμενο που ακολουθεί έχει να κάνει με τη διατροφή αφού στη διάρκεια της εκδήλωσης παρουσιάσαμε τη νέα έκδοση του συνδέσμου μας.

Είναι ένα μικρό βιβλίο με τοπικές συνταγές που μαγειρεύουν εδώ και χρόνια στα μεγαλοχωρίτικα σπίτια.

 «Καλημέρα σας και καλωσορίσατε.

Πριν σας πω οτιδήποτε άλλο θα ήθελα κι εγώ με τη σειρά μου να ευχαριστήσω όλους εσάς που είσαστε εδώ σήμερα στα εγκαίνια του ανακαινισμένου Μουσείου μας. Kαι βέβαια να ευχαριστήσω από το βάθος της καρδιάς μου πρώτα από όλα τους δωρητές και όλους εκείνους που εδώ και χρόνια δούλεψαν και συνερχίζουν να δουλεύουν με αφοσίωση για να γίνει το μουσείο μας πραγματικά μοναδικό.

Προσωπικά είμαι πάρα πολύ συγκινημένη γιατί κατορθώσαμε να έχουμε στο χωριό μας ένα τέτοιο απόκτημα που ανήκει σε όλους εμάς, που μας ενώνει και που συνδέει με έναν άλλο, τόσο ιδιαίτερο τρόπο τις μεγαλοχωρίτικες οικογένειες μεταξύ τους.

Μέσα σ’αυτό το χώρο τιμάμε με τον καλύτερο τρόπο τους προγόνους μας αφού εδώ βρίσκονται πολύτιμα αντικείμενα που εκείνοι μας άφησαν κληρονομιά και μέσω αυτών θα ζουν για πάντα , θα ζωντανεύουν εδώ μέσα και οι ίδιοι.

Σκεφτόμουν καθώς κοίταζα τις προθήκες ότι καλύτερη θέση για να αναδειχθούν τα οικογενειακά μας κειμήλια δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Αλλά και τι τιμή για το μουσείο μας και τον τόπο μας όταν επισκέπτες από άλλα μέρη διαλέγουν αυτόν ακριβώς το χώρο για να δωρίσουν δικά τους κειμήλια και συλλογές!

Με τα εκθέματά του, λοιπόν, και με τον τρόπο που αυτά έχουν αναδειχθεί σήμερα, το μουσείο   ιστορικό και λαογραφικό πλέον θα κάνει το χωριό μας πόλο έλξης και για μια άλλη πολύ σημαντική μερίδα επισκεπτών. Το πιστεύω ακράδαντα αυτό. Είναι εκείνοι οι επισκέπτες που εκτός από τον καθαρό αέρα, την υπέροχη φύση και τις αθλητικές δραστηριότητες που μπορούν να απολαύσουν στην περιοχή, θα έρχονται για να γνωρίσουν καλύτερα τον τόπο μας, μέσα από την ιστορική και λαογραφική παράδοσή του.  

Είναι λοιπόν χρέος όλων μας να στηρίξουμε, να διαφυλάξουμε και να εμπλουτίσουμε τις δραστηριότητες του μουσείου μας και του συνδέσμου μας με κάθε δυνατό τρόπο. Το ξέρετε καλά, πώς ό,τι δίνουμε το παίρνουμε πίσω πολλαπλά άρα και ό,τι προσφέρουμε στο μουσείο μας, θα επιστραφεί σ’αυτόν τον τόπο στο πολλαπλάσιο.

Ενα ακόμη μεγάλο ευχαριστώ θα ήθελα να εκφράσω στους συγγραφείς αυτού του βιβλίου, που είναι οι μαγείρισσες και οι μάγειροι που μας εμπιστεύτηκαν τις οικογενειακές συνταγές τους.  

Η διατροφή μας είναι μέρος της κληρονομιάς μας και της παράδοσής μας και μάλιστα από τις πιο βασικές αφού εκεί στηρίζεται κυρίως η μακροβιότητά μας και η καλή μας υγεία. Είμαστε αυτό που τρώμε λένε. Απλά το φαγητό είναι εφήμερο, το μαγειρεύεις, το τρως και πάει τελείωσε. Δεν μπορείς να το φυλάξεις κάπου για να το βλέπεις. Οι γεύσεις, όμως, καταγράφονται στη μνήμη μας,  οι ουσίες στο κύτταρό μας και οι συνταγές στα τετράδιά μας.

Οταν άρχισαν οι κουβέντες για τη δημιουργία αυτού του βιβλίου, επιδίωξή μας ήταν η γραπτή καταγραφή, η ανάδειξη και η διάδοση της γαστρονομικής μας κληρονομιάς και παράδοσης.

Οι συνταγές παλιότερα πηγαίνανε από μάνα σε κόρη και από στόμα σε στόμα, υπήρχαν ελάχιστα τετράδια και γραπτές μαρτυρίες, αφού τα συνταγολόγια ήταν μια μάλλον αστική συνήθεια. Ο καιρός όμως πέρασε και οι νεώτερες γενιές έχουν μάθει πια να λειτουργούν με οδηγίες χρήσεως. Πιστεύουμε λοιπόν ότι ένα τέτοιο βιβλίο μαγειρικής δίπλα σε όλα τα άλλα τα σύγχρονα εκτός από το ότι θα συνδέει τα παιδιά μας με το παρελθόν, θα τους φανεί και χρήσιμο.

Οι συνταγές που παραθέτουμε στις σελίδες αυτού του μικρού βιβλίου, μας  αποκαλύπτουν ότι οι πρόγονοί μας ακολουθούσαν έναν απλό και υγιεινό τρόπο διατροφής. Να σας εξομολογηθώ βέβαια, ότι καθώς μαζεύαμε τις συνταγές με τη Μαίρη Καλλιάνη –πρόεδρο του συνδέσμου μας- μου φάνηκαν πολλά τα φαγητά με κρέατα και βούτυρα, πράγμα που με απασχόλησε πολύ.

Θυμήθηκα τότε ότι σε όλα τα σπίτια -τουλάχιστον μέχρι και την εποχή των γιαγιάδων μας-  ακολουθούσαν αυστηρά τους κανόνες της νηστείας έτσι όπως τους έχει ορίσει η ορθόδοξη εκκλησία. Αργότερα, η αυστηρότητα στην κουζίνα υποχώρησε μπροστά στην ευκολία και εμείς σήμερα για να μη μιλήσω για τα παιδιά μας ούτε που θυμόμαστε πια τι και πότε μπορούμε να το τρώμε.

Κρίναμε, λοιπόν, σκόπιμο εκτός από τις συνταγές να παραθέσουμε και ένα πίνακα με τους κανόνες της νηστείας αφού αυτή τη συγκεκριμμένη μαγειρική δεν μπορεί να τη δει κανείς ανεξάρτητα από τις νηστείες οι οποίες πέρα από τη θρησκευτικότητα στην ουσία καθόριζαν έναν υγιεινό τρόπο διατροφής.  

Σήμερα στα περισσότερα σπίτια, τρώμε ασυλλόγιστα, κρέατα, βούτυρα και γλυκά σα να είναι κάθε μέρα γιορτή (πράγμα βεβαίως πιο εύκολο και σε πολλές περιπτώσεις πιο φτηνό θα έλεγα) και έχουμε ξεχάσει τα φρούτα, τις σαλάτες και τα όσπρια, οι επιπτώσεις όμως αυτής της διατροφής δεν αργούν να φανούν στην υγεία μας.

Παλιά, τα ψητά, τα κοντοσούβλια, τα κοκορέτσια, οι γαρδούμπες και το χοιρινό λίπος  τρωγόντουσαν περιστασιακά και μόνο σε ορισμένες περιόδους του χρόνου (εορτές Χριστουγέννων, Απόκριες, Πάσχα κλπ). Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι οι πρόγονοί μας  χρειαζόντουσαν πολύ περισσότερη ενέργεια και θερμίδες από ότι ο σύγχρονος άνθρωπος αφού οι δουλειές  τους ήταν χειρωνακτικές, περπάταγαν όλη την ημέρα στα βουνά και το χειμώνα χρειαζόντουσαν λιπαρά, κρασάκι και τσίπουρο για να ζεσταθούν.

Στο βιβλίο του «Κρητική Παραδοσιακή Κουζίνα» ο Νίκος Ψιλλάκης, συναδέλφος από το Ηράκλειο της Κρήτης που ασχολείται συστηματικά εδώ και χρόνια με την Κρητική διατροφή, γράφει ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι Κρήτες αγρότες  περπατούσαν κατά μέσο όρο 13 χιλιόμετρα την ημέρα ενώ το 70% των σημερινών Κρητών αγροτών περπατά λιγότερο από δύο χιλιόμετρα την ημέρα. Κάτι ανάλογο μπορούμε να υποθέσουμε ότι ισχύει και στα δικά μας μέρη.

Η Κρητική διατροφή, ειδικά, η οποία σε σχέση με τη δική μας τη Ρουμελιώτικη έχει περισσότερο λάδι -αντί για βούτυρο- και μεγαλύτερη ποικιλία από χόρτα θαρρώ, θεωρείται παγκοσμίως πλέον η πιο υγιεινή διατροφή.  Για να είμαστε υγιείς και για να ζούμε περισσότερα χρόνια καλά οι ειδικοί –εκτός από την άσκηση και τις πλούσιες ανθρώπινες σχέσεις που είναι απολύτως απαραίτητα όπωςε λέγαμε μια άλλη φορά- μας προτείνουν  την επιστροφή στην παραδοσιακή δίαιτα  με έμφαση στην περιορισμένη ποσότητα και συχνότητα χρήσης κρέατος και λοιπών ζωϊκών προϊόντων.

Αντίθετα τα δημητριακά (ψωμί και παξιμάδι από αλεύρι ολικής αλέσεως, πολύσπορα καθώς και από κριθάρι και σίκαλη), τα όσπρια, τα λαχανικά, τα φρούτα και το ελαιόλαδο πρέπει να αποτελούν περισσότερο από το 85% του καθημερινού μας διαιτολογίου.

Ξεχάστε, λοιπόν, τα σπορέλαια, τις μαργαρίνες, τις φυτίνες, και τα βούτυρα, μαγειρέψτε μόνο με ελαιόλαδο. Ακόμα και τα γλυκά αποκτούν ενδιαφέρουσα γεύση με ελαιόλαδο αντί για βούτυρο. Οι μεγάλοι σεφ το προτιμούν πλέον γιατί όλα τα άλλα λιπαρά αποδείχτηκε ότι σε βάθος χρόνου είναι επικίνδυνα για την υγεία.  Σε ένα συνέδριο, μάλιστα, άκουσα τον Αντώνη Καφάτο, καθηγητή προληπτικής ιατρικής και διατροφής στο πανεπιστήμιο της Κρήτης, να λέει ότι η σύνθεση του λαδιού σε λιπαρά οξέα είναι παρόμοια με εκείνη του μητρικού γάλακτος.  Επιπλέον, το ελαιόλαδο περιέχει πολύτιμες ουσίες που προφυλάσσουν τον οργανισμό από πολλές σοβαρές ασθένειες.

Για να θυμηθούμε όμως τι προτείνει η Ρουμελιώτικη κουζίνα.

Τι και πώς τρώγανε οι παλιοί;

Θυμάμαι τη γιαγιά μου, χειμώνα καλοκαίρι να ανάβει φωτιά από τις πέντε το πρωί. Μετά άρχιζε να καθαρίζει και να μαγειρεύει. Το φαγητό σιγοψηνόταν στο τσουκάλι ή στη γάστρα, ενώ εκείνη πεταγόταν μέχρι το κοτέτσι για να ταϊσει τις κότες και να μαζέψει τ’αυγά, πέρναγε και από τον κήπο για να ποτίσει. Και γύριζε πίσω με την ποδιά γεμάτη κολοκυθάκια, λουλούδια και κορφάδες, ντομάτες, μαϊντανό, μαγκίπες και φασολάκια. Κάπως έτσι μαγειρεύει για τους πελάτες της η κυρά Λένη στο Νόστιμο, η τελευταία παραδοσιακή επαγγελματίας μαγείρισσα της περιοχής μας που είχα την τύχη να παρουσιάσω παλιότερα στο περιοδικό που δουλεύω. 

 «Τι τρώγατε παλιά;» την είχα ρωτήσει.

«Κρέας» μου είπε «δεν τρώγαμε συχνά. Πίτες φιάχναμε και όσπρια. Είχαμε και πολύ τουρσί που το ετοιμάζαμε το φθινόπωρο. Σπέρναμε στάρια, καλαμπόκια, φασόλια, φακές, ρεβύθια, πατάτες. Το χειμώνα βάζαμε στρέματα με λάχανα και πράσα. Τα σκεπάζαμε με ξερά κλαδιά για να μην τα κάψει το χιόνι. Φιαχναμε συχνά λαχανόρυζο και πρασόρυζο. Το πρωί τρώγαμε ένα πιάτο τραχανά ή ένα κομμάτι κατσαμάκι και αυτό μας κράταγε χορτάτους μέχρι το βράδυ που γυρίζαμε από τα χωράφια.

Το κατσαμάκι που το λένε και μαμαλίγκα στο χωριό μας

 (είναι η διάσημη πολέντα των Ιταλών, την έχουν περί πολλού σε όλα τα ιταλικά σπίτια και στα εστιατόρια φυσικά ενώ εμείς δεν ξέρουμε καλά καλά τι είναι)

ΝΑ ΑΥΤΗ π.χ. ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΓΗ ΠΟΥ ΠΑΡΑΛΕΙΨΑΜΕ και περιμένω τώρα κάποια από σας να μας τη φέρει για να την προσθέσουμε στο βιβλίο μας όταν θα ετοιμάσουμε την επόμενη έκδοση που θέλουμε να την εμπλουτίσουμε με όλα όσα εντωμεταξεί θα θυμηθείτε και θα καταγράψετε. Γιατί είμαστε σίγουροι ότι υπάρχουν κι άλλα φαγητά και συνήθειες που έχουν μείνει απέξω και πρέπει όλα αυτά τα ξεχασμένα να τα μαζέψουμε.

Κάπου κάπου, λοιπόν, οι παλιοί σφάζανε μια κατσίκα ή ένα αρνί αλλά είχανε και το κυνήγι. Παλιά περνάγανε κοπάδια από κιριαρίνες. Ξέρανε το πέρασμά τους, στήνανε αγκίστρια και το βράδυ μαζεύανε καμμιά πενηνταριά πουλιά. Είχανε και ψάρια, πέστροφες από το ποτάμι. Το χειμώνα το γάλα και το βούτυρο ήτανε άφθονο και τα Χριστούγεννα σφάζανε το γουρούνι που έδινε πολλά μαγειρέματα.

Τα χοιροσφάγια, από την αρχαιότητα ακόμα, ήταν μια από τις πιο σημαντικές τελετές της χρονιάς όχι μόνο στην περιοχή μας, αλλά σχεδόν σε όλες τις χώρες της Μεσογείου και της Ευρώπης. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια κυκλοφόρησε ένα ενδιαφέρον βιβλίο στο οποίο ο Μυκονιάτης μελετητής Δημήτρης Ρουσουνέλος έχει καταγράψει όλα τα έθιμα τα σχετικά με τα χοιροσφάγια που ακόμα διατηρούνται στο νησί του.  Γιατί, το χειμώνα η τόσο τουριστική Μύκονος -όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο – όταν περνάει η τρέλλα του καλοκαιριού μετατρέπεται και πάλι σε ένα κυκλαδίτικο νησί που διατηρεί με αυστηρότητα τις παραδόσεις του.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο ωραίο μας χωριό. Το καλοκαίρι, ιδιαίτερα προς το τέλος του, η διατροφή είχε πολύ μεγαλύτερη ποικιλία. Οι κήποι γέμιζαν με φρούτα και λαχανικά. (Είχανε κεράσια, μήλα, αχλάδια, μούρα, βατόμουρα, σύκα, κράνια, σταφύλια, κάστανα, καρύδια και κυδώνια.) Και το φθινόπωρο συναγωνιζόντουσαν ποιος θα κάνει το πιο ωραίο νταβάνι. Στο καλό δωμάτιο εκεί που δεν άναβε φωτιά, κρεμάγανε ψηλά μια σειρά από σταφύλια -σκλοπνίχτια τα λέγανε, ήταν αυτά που κρατάγανε περισσότερο- και μετά σειρές από μήλα, κυδώνια και ρόδια.  Και όταν ερχόταν επισκέπτης έκοβαν ένα φρούτο και τον φιλεύανε.

Ο καφές ήταν σπάνιο είδος και όταν υπήρχε, τον έπιναν το απόγευμα οι γεροντότεροι. Εβαζαν μερικούς σπόρους στην ψήστρα και τη γύριζαν στη φωτιά μέχρι να ψηθούν, μετά τους άλεθαν και έβραζαν τον καφέ στο μπρίκι μέσα στην καφτή στάχτη. Συνήθως όμως αντί για καφέ έπιναν ρεβύθι και κριθάρι. ΄Ελειπε επίσης το λάδι, όλα τα φαγητά τα μαγείρευαν με βούτυρο (κατσικίσιο ή χοιρινό), η γεύση του όμως δεν ταίριαζε πάντα.

Ελειπε και το μαύρο πιπέρι, που ήταν πολύ ακριβό μπαχαρικό. Αντί γιαυτό χρησιμοποιούσαν αποξηραμένη και τριμένη κόκκινη πιπεριά (το λεγόμενο μπούκοβο) που εκτός από την ιδιαίτερη γεύση έδινε και κόκκινο χρώμα στο φαγητό το χειμώνα όταν δεν υπήρχε ντομάτα. Μεγαλύτερη όμως -το έχω ακούσει από πολύ κόσμο αυτό- ήταν η έλειψη της ζάχαρης, ειδικά το χειμώνα που δεν υπήρχαν φρούτα.

Θα ήθελα όμως επίσης να επισημάνω ότι η κουζίνα του χωριού μας δεν ήταν καθαρά αγροτική. Είχε δεχτεί επιροές και είχε ενσωματώσει από νωρίς αστικά στοιχεία κυρίως εξ αιτίας της μετακίνησης των συγχωριανών μας από και προς την Κωνσταντινούπολη όπως μαρτυρούν τα πολίτικα τετράδια συνταγών που έφτασαν στα χέρια μας.

Τελευταία αναφορά θα κάνω στο κρασί, το τσίπουρο και τα λικέρ, όλα πάντα σπιτικά φυσικά. Στο βιβλίο μας, λοιπόν, θα βρείτε ακόμη και συνταγές για να φιάξετε εξαιρετικά σπιτικά λικεράκια από τον αλχημιστή γιατρό μας Μπάμπη Ντούμα.

Τη διατροφή των προγόνων μας την έθεσα υπ’όψη της κυρίας Εμμανουέλας Μαγριπλή, που είναι μια νέα επιστήμων, διαιτολόγος – διατροφολόγος. Δεν θέλω να σας κουράσω άλλο γιαυτό και θα σας πω περιληπτικά την απάντησή της. Ως ειδικός, λοιπόν, επεσήμανε ότι :

«Με μια πρώτη ματιά, το διαιτολόγιο αυτό μπορεί να φαίνεται πολύ βαρύ και πλούσιο, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι. Το φαγητό που μαγείρευε η παραδοσιακή ρουμελιώτισα νοικοκυρά:

  • ήταν πιο ελαφρύ και πολύ πιο υγιεινό από αυτό που τρώμε σήμερα στις πόλεις, κυρίως γιατί γινόταν με αγνά υλικά, φρέσκα λαχανικά από τους κήπους, χωρίς συντηρητικά ή φυτοφάρμακα και κρέατα χωρίς ορμόνες και αντιβιοτικά που προσθέτουν σήμερα στα εκτροφεία
  • ο κρόκος των αυγών περιείχε λιγότερη χοληστερόλη γιατί οι κότες ελευθέρας βοσκής τρέφονταν με καλαμπόκι και τσιμπολογούσαν χορταράκια στους κήπους
  • Τα φαγητά παρασκευαζόντουσαν λίγο πριν φαγωθούν και με σωστό τρόπο δηλαδή έβραζαν αργά και σταθερά σε χαμηλή φωτιά οπότε διατηρούσαν όλα τα θρεπτικά στοιχεία και τις βιταμίνες τους.
  • Οι άνθρωποι έτρωγαν σπάνια κόκκινο κρέας και παρόλο ότι ζούσαν στα βουνά έβρισκαν ακόμα και ψάρι
  • Ειδικά το καλοκαίρι η διατροφή ήταν ελαφριά και ιδανική για τις ζεστές ημέρες αφού ήταν πλούσια σε φρούτα και λαχανικά.
  • Οι χορτόπιτες, που έτρωγαν συχνά είναι πλούσιες σε αντιοξειδωτικά στοιχεία γιατί περιέχουν μια ποικιλία από λαχανικά, πράσα, σπανάκι, λάπατα και αρωματικά.
  • Τα σπιτικά γλυκά του κουταλιού είναι πιο θρεπτικά και πιο υγιεινά από τα τυποιημένα γλυκά των πόλεων τα οποία περιέχουν συντηρητικά βλαβερά για την υγεία ειδικά όταν καταναλώνονται συχνά. 
  • Ο καφές από ρεβυθόζουμο ή κριθαρόζουμο ήταν μια από τις πιο υγιεινές συνήθειες, που σήμερα δυστυχώς ακολουθούν μόνο όσοι κάνουν ομοιοπαθητική
  • Και τέλος, αν και μπορεί να ακούγεται ακραίο, ο τραχανάς, η ζυμαρόπιτα και το κατσαμάκι που έτρωγαν κάποτε για πρωϊνό είναι ότι καλύτερο μπορεί να φάει κάποιος ακόμη και σήμερα αφού τα θρεπτικά τους στοιχεία είναι ασύγκριτα καλύτερα από αυτά που περιέχει μια τυρόπιτα του εμπορίου.

Αυτά είχαν να σας πω για τις διατροφικές συνήθειες των προγόνων μας οι οποίες συνήθειες αποτελούν το υπόβαθρο των συνταγών μας.

Ευχή μας, τώρα, είναι να μπει αυτό το βιβλιαράκι σε όλα τα σπίτια των δικών μας παντού όπου υπάρχουν μεγαλοχωρίτες και βεβαίως να το αποκτήσουν οι νεώτεροι. Επίσης όμως ευχόμαστε να μπει και στα ράφια των επαγγελματιών με την ελπίδα ότι θα εμπλουτίσουν τον κατάλογό τους και με φαγάκια παραδοσιακά. Και αναφέρομαι όχι μόνο στα εστιατόρια αλλά και στους ξενώνες. 

Βάλτε στον πάγκο του πρωϊνού ένα καλάθι με μήλα, μια πιατέλα με ζυμαρόπιτα ή κατσαμάκι που γίνονται πανεύκολα, ζυμωτό ψωμί, σπιτικό κέικ, ντόπιο μέλι και μαρμελάδα κράνι και το χειμώνα βράστε στους ξένους σας τραχανά και τσάι του βουνού.

Πιστέψτε με κάτι θα αλλάξει.

Σας ευχαριστώ πολύ.»

Κική Τριανταφύλλη


Ενέργειες

Information

8 Σχόλια

9 08 2010
Vita

Μακάρι να πιάσουν τόπο αυτές οι προσπάθειες επιστροφής στην παραδοσιακή κουζίνα.Συγχαρτήρια για την εκδήλωσή σας και το περιεκτικό κείμενό σας

9 08 2010
kikitri

Σας ευχαριστώ !

10 08 2010
newagemama

Γεια σας κοντοχωριανοί! Συγχαρητήρια για την προσπάθεια. Ως κοντοχωριανή, μανούλα και μπλόγκερ χαίρομαι να υπάρχουν δουλειές σαν τις δικές σας να τις παρακολουθώ.

10 08 2010
kikitri

Κοντοχωριανοί;;; Αναρωτιέμαι από που μας γράφεις!

30 11 2010
dimitris-r

Ευχαριστώ πολύ για τη αναφορά Κική,
μια επισήμανση μόνο, ούτε μετατρεπόμαστε ούτε ματαλασσόμαστε στη Μύκονο. Οι ίδιοι είμαστε πάντα, απλά η ανεμοζάλη του καλοκαιριού έχει άλλες προτεραιότητες.
🙂
Αντέχουμε; Ήταν πάντα το ερώτημα και παραμένει.
Ωραίο κείμενο για μια ενδιαφέρουσα μαγειρική!
Δ. Ρουσουνέλος

20 12 2010
kikitri

Α, πόσο χαίρομαι για την «επίσκεψη»!
Δημήτρη,
Σ’ευχαριστώ κατ’αρχάς για τα καλά σου λόγια.
(Αύτή ήταν η ομιλία μου για την παρουσίαση αυτού του μικρού βιβλίου, που θα χαρώ να σου στείλω αν μου γράψεις μια διεύθυνση)

Γέλασα με το «ματαλα»σσόμαστε, καλό πολύ καλό.
Ναι δεν έχετε γίνει Μάταλα αλλά θα αναρωτιέμαι πάντα για το αν μεταλλασσόσαστε/μεταλλασσόμαστε.
Ξέρεις χρησιμοποίησα το ρήμα μετατρέπομαι (η μετατροπή δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι τόσο μόνιμο όσο η μετάλλαξη) γιατί κάπως έτσι είχα εισπράξει την αλλαγή -που παρατηρούσα σε τακτά χρονικά διαστήματα όταν πήγαινα στο νησί- στους φίλους μου τους Σκοπελίτες τον χειμώνα, που πέρναγε η ανεμοζάλη -τι ωραία λέξη!- του καλοκαιριού.
Εμείς πάντως εδώ (στο χωριό μου, το μικρό και το μεγάλο) αλλάζουμε, πολλές φορές χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, σα να κοιμόμαστε χρόνια και να ξυπνάμε κάπου αλλού -κι ας είμαστε πάντα στο ίδιο μέρος- και αυτό το αλλού άλλοτε να είναι παράδεισος και άλλοτε εφιάλτης. Μήπως δεν έχει συμβεί και σε σας το ίδιο;
Οσο για τις αντοχές μάλλον έχουμε περισσότερες από όσες φανταζόμαστε …

20 12 2010
dimitris rousounelos

Ωωω Κική, το λάθος είναι τελικά ανώτερο της τέχνης, μην πω και γενεσιουργός αιτία.
Δεν έχουμε ιδέα πόσο αντέχει ο άνθρωπος αν δεν μπούμε οι ίδιοι στη μετρήσιμη βάσανο. Καλύτερα να μην μπούμε όμως.
Η παρέμβασή μου βέβαια δεν είχε την έννοια υποστήριξης ενός πατριωτισμού, αλλά να ορίσει αυτή την μετατροπή σαν γεγονός που έχει να κάνει με την τύχη. Διότι όχι τυχαία, νομίζω, ορίστηκε η Μύκονος να πουλάει τροφή μεταλλαγμένη σε μεταλλαγμένους, μιας και τίποτα διαφορετικό δεν πωλείται, αφού δεν πουλάει.
Ακούγεται πιθανόν υπερβολικό, αλλά ας όψεται το concept.
Αυτά πάντως και κάποια άλλα εξ αφορμής αυτού του σχολίου, λέω να αποτελέσουν αντικείμενο της εισήγησής μου στο συνέδριο με τίτλο «Δίνοντας αξία στην εμπειρία της τροφής» στο Μέγαρο, τον ερχόμενο Φεβρουάριο.
Βαστάτε γερά, λοιπόν, ή μάλλον ας βαστάμε γερά κι ό,τι αλλαγές περνάνε στη γούλα μας ας είναι προς την κατεύθυνση της γεύσης μας κι όχι του μπεζαχτά τρίτων…
Ευχαριστώ

9 01 2011
kikitri

!!! Συμφωνώ και επαυξάνω,τίποτα δεν είναι τυχαίο. Περιμένω λοιπόν κι εγώ να σε ακούσω τον Φεβρουάριο

Αφήστε απάντηση στον/στην kikitri Ακύρωση απάντησης